δωδεκαετηρίς

δωδεκαετής

δωδεκαετία
δωδεκα·ετής, ής, ές [] de douze ans, Plut. M. 198c ; Ath. 560b ||
E Acc. pl. -εῖς, Plut. Lyc. c. Num. 4.
Étym. δ. ἔτος.