δωδεκάφυλλος

δωδεκάφυλος

δωδεκάωρος
δωδεκά·φυλος, ος, ον [ᾰῡ] de douze tribus, Sib. 2, 171 ; τὸ δ. NT. Ap. 26, 7, les douze tribus d’Israël.
Étym. δ. φυλή.