δωδεκάπαλαι

δωδεκάπηχυς

δωδεκαπλάσιος
δωδεκά·πηχυς, υς, υ [] de douze coudées, Anaxandr. (Ath. 131c) ; Hécat. (Eus. P.E. 408b) ; Philstr. 152, etc.
Étym. δ. πῆχυς.