Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
δωδεκάπους
δωδέκαρχος
δωδεκάς
δωδέκ·αρχος,
ου
(
ὁ
)
c.
δωδεκάδαρχος,
Xén.
Cyr.
2, 4, 4 dout.
Étym.
δ. ἄρχω
.