δωδεκέτις

δωδεκηΐς

δωδεκήρης
δωδεκηΐς, ΐδος, par contr. -ῇς, -ῇδος () ion. p. *δωδεκαΐς (s. e. θυσία) sacrifice de douze animaux, Porph. Abst. 1, 22.
Étym. δώδεκα.