δωματῖτις

δωματοφθορέω-ῶ

δωματόω-ῶ
δωματο·φθορέω-ῶ (prés. inf.) [] détruire la maison, Eschl. Ag. 948, conj. (vulg. σωματοφθορέω).
Étym. δῶμα, -φθορος de φθείρω.