δωροτελέω-ῶ

δωροφάγος

δωροφορέω-ῶ
δωρο·φάγος, ος, ον [] avide de présents, Hés. O. 219, 262 ; Pol. 6, 9, 7.
Étym. δῶρον, φαγεῖν.