δωτινάζω

δωτίνη

Δώτιον
δωτίνη, ης () [] don, présent, Il. 9, 155 ; Od. 9, 268 ; Hdt. 1, 61 ; adv. δωτίνην, Hdt. 1, 69 ; Thém. 260d, 299a, gratuitement, d’où en pure perte, en vain.
Étym. δώτης.