Ἔχεκλος

ἐχέκολλος

ἐχεκόλλως
ἐχέ·κολλος, ος, ον, qui colle, gluant, Hpc. Art. 799 ; Th. H.P. 5, 6, 2 ; Plut. M. 966d ; τὸ ἐχέκολλον, Plut. M. 735e, glu.
Étym. ἔχω, κόλλα.