ἐχιδνότοκος

ἐχιδνοφαγία

ἐχιδνοχαρής
ἐχιδνο·φαγία, ας () [φᾰ] habitude de manger des vipères, Diosc. Par. 1, 234.
Étym. ἐ. φαγεῖν.