ἐχιδναῖος

ἐχιδνήεις

ἐχιδνόδηκτος
ἐχιδνήεις, ήεσσα, ῆεν de vipère, Nic. Th. 209 ; Nonn. D. 13, 191.
Étym. ἔχιδνα.