ἐχονόη

ἐχόντως

ἐχρῆν
ἐχόντως, seul. dans la locut. ἐχόντως νοῦν, Hdt. 4, 36 conj. ; Plat. Leg. 686e, Phil. 64a, c. νουνεχόντως.
Étym. ἔχω.