ἔγερσις

ἐγερσιφαής

ἐγερσίχορος
ἐγερσι·φαής, ής, ές [ῐᾰ] qui fait jaillir la lumière (pierre à feu) Anth. 6, 5, 5 (corr. p. -φανής).
Étym. ἐγείρω, φάος.