ἐγρεμάχη

ἐγρέμοθος

ἔγρεο
ἐγρέ·μοθος, ος, ον, c. les préc. Nonn. D. 20, 291 ; 23, 147 ; 24, 335, etc.
Étym. ἐγείρω, μόθος.