ἐγρηγόρσιος

ἐγρήγορσις

ἐγρηγορτέον
ἐγρήγορσις, εως () état de veille, veille, Hpc. 49, 23 ; 344, 34 ; p. opp. à ὕπνος, Arstt. H.A. 4, 10, 1 ; Plut. M. 9c, etc.
Étym. ἐγρήγορα.