εἰδητικῶς

εἰδικός

εἰδικῶς
εἰδικός, ή, όν :
1 qui concerne l’espèce, p. opp. à γενικός et à καθολικός, D. Thr. 636, 14 ; Sext. 607, 7 Bkk. ||
2 spécifique, p. opp. à γενικός, Plut. M. 876e.
Étym. εἶδος.