εἴδομαι

εἰδομαλίδης

εἴδομεν
εἰδο·μαλίδης, ου () [ᾱῐ] aux joues (rondes ou rouges) comme une pomme, Alc. 150.
Étym. εἶδος, μᾶλον ; cf. ῥεθομαλίδης.