Εἰδώ

εἰδωλεῖον

εἰδωλιανός
εἰδωλεῖον, ου (τὸ) temple d’idoles, Spt. 1 Macc. 1, 47, etc. ; NT. 1 Cor. 8, 10.
Étym. εἴδωλον.