εἰδωλολατρεύω

εἰδωλολατρέω-ῶ

εἰδωλολάτρης
εἰδωλολατρέω-ῶ, adorer les idoles, être idolâtre, Orig. 3, 304 a Migne ; avec un acc. Clém. 1, 224 c Migne.
Étym. εἰδωλολάτρης.