εἰδωλοποιΐα

εἰδωλοποιϊκός

εἰδωλοποιός
εἰδωλοποιϊκός, ή, όν, qui concerne la représentation d’une image, Plat. Soph. 235b, etc.
Étym. εἰδωλοποιός.