εἰκός

εἰκοσάϐοιος

εἰκοσάγωνος
*εἰκοσά·ϐοιος, seul. poét. ἐεικοσά·ϐοιος, ος, ον [] du prix de vingt bœufs, Od. 1, 431.
Étym. εἴκοσι, βοῦς.