εἰκοσαετία

εἰκοσαετίς

εἰκοσάκις
εἰκοσαετίς, ίδος, adj. f. d’εἰκοσαετής, Plat. Rsp. 460e (vulg., ms. εἰκοσιέτιδος) ; cf. εἰκοσίετις.