εἰκοσαετηρίς

εἰκοσαετής

εἰκοσαετία
εἰκοσα·ετής, ής, ές ou εἰκοσαέτης, ης, ες, de vingt ans, Hdt. 1, 136 ; Plut. M. 113d.
Étym. εἴκοσι, ἔτος.