εἰκοσιετής

εἰκοσικαιτέτρατος

εἰκοσίκλινος
εἰκοσι·και·τέτρατος, η, ον [] vingt-quatrième, Anth. 7, 343.
Étym. εἴ. καί, τέταρτος avec métathèse.