εἰκοσίπηχυς

εἰκοσιτέσσαρες

εἰκοσιτρεῖς
εἰκοσι·τέσσαρες ou -τέτταρες, ες, α [ῐᾰ] vingt-quatre, Spt. Num. 7, 88 ; DS. 14, 92.
Étym. εἴ. τέσσαρες.