εἰκοσόργυιος

εἰκόσορος

εἰκοστάγωνος
εἰκόσ·ορος, ος, ον, à vingt rameurs, Dém. 926, 8 (loi) ; Nicostr. (Ath. 414b) ||
E Épq. ἐεικόσορος, Od. 9, 322.
Étym. εἴ. ἐρέσσω.