εἰκοστολόγος

εἰκοστόπεμπτος

εἰκοστόπρωτος
εἰκοστό·πεμπτος, η, ον, vingt-cinquième, Geop. 8, 23, 2 ; Nicom. Arithm. 1, 12.
Étym. εἰ. πέμπτος.