εἰκοτολογέω-ῶ

εἰκοτολογία

εἰκότως
εἰκοτο·λογία, ας () langage ou explication vraisemblable, Archyt. (Stob. Ecl. 1, 724) ; Str. 620.
Étym. εἰκώς, λόγος.