Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
εἱλικόμορφος
εἰλικρίνεια
εἰλικρινέω-ῶ
εἰλικρίνεια,
ας
(
ἡ
) [
ῐῐ
] pureté, limpidité,
Arstt.
Col.
3, 2 ;
Sext.
M.
9, 73
.
Étym.
εἰλικρινής
.