εἰλιγγιάω-ῶ

εἴλιγγος

εἱλιγμός
εἴλιγγος, ου () c. ἴλιγγος :
1 tourbillon, A. Rh. 4, 189 ; M. rubr. 40 ||
2 colique, Nic. Al. 609.