εἰνοσίγαιος

εἰνοσίφυλλος

εἶξα
εἰνοσί·φυλλος, ος, ον [] qui agite son feuillage, Il. 2, 632, 757 ; Od. 9, 22.
Étym. ἔνοσις, φύλλον.