εἰροπόκος

εἶρος

εἰροχαρής
εἶρος, εος-ους (τὸ) laine, Od. 4, 135 ; 9, 426.
Étym. p. *ϝέρϝος, de indo-europ. *ueru-os-, laine ; cf. lat. vervēx.