Εἰρηνία

εἰρηνικός

εἰρηνικῶς
εἰρηνικός, ή, όν :
1 qui concerne la paix, de paix, Xén. Œc. 6, 1 ; Isocr. 82c ; Arstt. Pol. 1, 6, 10 ||
2 pacifique, Plat. Leg. 829a ||
Cp. -ώτερος, Luc. Im. 1 ; sup. -ώτατος, Isocr. 82c.
Étym. εἰρήνη.