εἰσδανείζω

εἰσδεκτός

εἰσδέρκομαι
εἰσδεκτός, ή, όν, acceptable, agréable à, dat. (cf. lat. acceptus) Spt. Lev. 22, 29.
Étym. vb. de εἰσδέχομαι.