εἰσδρομέω-ῶ

εἰσδρομή

εἰσδύνω
εἰσδρομή, anc. att. ἐσδρομή, ῆς () incursion, Eur. Rhes. 604 ; Thc. 2, 25 (ἐσδρ.).
Étym. εἰσδραμεῖν.