εἰσκρίνω

εἴσκρισις

εἰσκρούω
εἴσκρισις, εως () [ῐσ] action de s’introduire, de s’insinuer, Plut. M. 901a, 906e ; Phil. 2, 481, etc.
Étym. εἰσκρίνω.