εἰσοικισμός

εἰσοικοδομέω

εἰσοιστέος
*εἰσ·οικοδομέω, anc. att. ἐσοικοδομέω-ῶ (impf. 3 pl. ἐσῳκοδόμουν) bâtir à l’intérieur, Thc. 2, 75.