εἰσοπίσω

εἰσοπτός

εἰσοπτρίζω
εἰσοπτός, ός, όν, visible, Sim. fr. 58, 4 ||
E Ion. ἐσ. Hdt. 2, 138.
Étym. vb. d’εἰσόψομαι, f. d’εἰσοράω.