εἰσοπτρίζω

εἰσοπτρικός

εἰσοπτρίς
*εἰσοπτρικός, anc. att. ἐσοπτρικός, ή, όν, vu dans un miroir, Plut. M. 921a.
Étym. εἴσοπτρον.