εἰσρυήσεται

εἰσσκελλέω-ῶ

εἰσσπάω
εἰσ·σκελλέω-ῶ, faire sécher (les fruits) Gal. 6, 336a (d’ord. εἰσκελλέω ; mais cf. εἰσσπάω, mieux que εἰσπάω).
Étym. εἰς, σκέλλω.