εἰστιμάομαι-ῶμαι

εἰστιτρώσκω

εἰστοξεύω
*εἰσ·τιτρώσκω, ion. ἐσ·τιτρώσκω (ao. ἐσέτρωσαν) percer, Arét. Cur. m. diut. 1, 130, p. 116.