εἰσῆλθον

εἰσηλυσίη

εἰσηχέω-ῶ
*εἰσηλυσίη, poét. ἐσηλυσίη, ης () [] action d’entrer, entrée, Anth. 9, 625.
Étym. εἰσελεύσομαι.