ἐκϐράζω

ἔκϐρασμα

ἐκϐρασμός
ἔκϐρασμα, ατος (τὸ) ce qui s’échappe en bouillonnant, écume, Diosc. 5, 107 ; Ruf. (Orib. 1, 212, 15 B.-Dar.) ; Clém. 1, 540 b Migne.
Étym. ἐκϐράζω.