ἐκδαπανάω-ῶ

ἔκδεια

ἐκδείκνυμι
ἔκδεια, ας () insuffisance, déficit, Thc. 1, 99 ; Dém. 890, 14.
Étym. ἐκδεής, insuffisant, Lex. de ἐκ, δέω, manquer.