ἐκγελάω-ῶ

ἐκγενέτης

ἐκγενής
ἐκ·γενέτης, ου () c. ἔκγονος, Eur. Andr. 128 (dat. pl. poét. -γενέταισι), Bacch. 1153 (gén. -γενέτα).
Étym. ἐκ, γενέτης.