ἔκκλιμα

ἐκκλινής

ἐκκλίνω
ἐκκλινής, ής, ές [] incliné, penché, Arstt. Probl. 15, 6, etc. ||
Cp. -έστερος, Arstt. Probl. 9, 7.
Étym. ἐκκλίνω.