ἐκκλιτικός

ἐκκλιτικῶς

ἔκκλιτος
ἐκκλιτικῶς [ῐτ] adv. de manière à éviter, Arr. Epict. 3, 3, 2 ; 3, 12, 7.
Étym. ἐκκλιτικός.