ἐκκλητεύω

ἐκκλητικός

ἔκκλητος
ἐκκλητικός, ή, όν, qui provoque, qui excite, gén. Diosc. 2, 181 ; Clém. 173, 18 ; 192, 9.
Étym. ἐκκαλέω.