ἐκκηραίνω

ἐκκήρυκτος

ἐκκηρύσσω
ἐκκήρυκτος, ος, ον, banni ou excommunié publiquement, Spt. Jer. 22, 30 ; Bas. 3, 150a.
Étym. ἐκκηρύσσω.