ἐκλακτίζω

ἐκλαλέω-ῶ

ἐκλαλητικός
ἐκ·λαλέω-ῶ [] bavarder, divulguer, Eur. (Stob. Fl. 2, 47) ; Dém. 16, 25 ; ἐκλ. ὅτι, ind. NT. Ap. 23, 22, révéler que, etc.